- ὡραῖον
- ὡραῖοςproduced at the right seasonmasc acc sgὡραῖοςproduced at the right seasonneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης … Википедия
ANTINOUS — I. ANTINOUS Bithynicus iuvenis, ab Adriano Imperatore adamatus, cui ut creditur, pro Imperatoris salute, ex magica disciplina, mortuo, templum apud Mantineam constituit. Spartian. in Hadriano. c. 14. et Graeci quidem, volente Hadrianô, eum… … Hofmann J. Lexicon universale
LAVINIA — Latini Regis et Amatae filia, primum Turnodesponsata; Verum cum Latinus postea Fauni patris oraculis externo eam genero locare iuberetur, denuo eam Aeneae despondit. Vide Latinus. Mortuo vero Aeneâ, Lavinia, quae praegnans relicta erat, privigni… … Hofmann J. Lexicon universale
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek
ευμήκης — ες (ΑΜ εὐμήκης, ες, Α δωρ. τ. εὐμάκης) 1. (για άνθρωπο) ψηλός, αυτός που έχει υψηλό ανάστημα («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.) 2. ο εκτεταμένος κατά μήκος, ο μακρός, ο επιμήκης («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον … Dictionary of Greek
ευπλοώ — εὐπλοῶ, έω (Α) [εύπλους] 1. έχω ωραίον πλου, πλέω καλά, με επιτυχία 2. (η προστ. ως ευχή) εὐπλοείτε καλό ταξίδι … Dictionary of Greek
κυνίζω — (Α) [κύων] ασπάζομαι τη θεωρία τών Κυνικών και ζω σύμφωνα με αυτήν («τὸ μειράκιον τὸ ὡραῑον, ὅ ἔπεισε κυνίζειν», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
πορνεύω — ΝΜΑ [πόρνη] 1. παρέχω το σώμα μου για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής («μειράκιον μὲν οὖν πάνυ ὡραῑον... ἀνέδην ἐπόρνευε καὶ συνῆν ἐπὶ μισθῷ τοῑς βουλομένοις», Λουκιαν.) 2. μέσ. πορνεύομαι είμαι ή γίνομαι πόρνη νεοελλ. κάνω μια γυναίκα… … Dictionary of Greek
ωραίος — α, ο / ὡραῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. ὡραίη και αιολ. τ. θηλ. ὡράα Α (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που θέλγει τις αισθήσεις, που έχει πολύ καλή αισθητική εμφάνιση, όμορφος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ωραίο α) η έννοια τής ωραιότητας β)… … Dictionary of Greek
Ελευθερόπουλος, Αβροτέλης — (Κωνσταντινούπολη 1873 – Αθήνα 1963). Φιλόσοφος και κοινωνιολόγος. Σπούδασε φιλοσοφία στη Λειψία (1892 96). Το 1914 αναγορεύτηκε καθηγητής της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης και το 1930 καθηγητής της κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο της… … Dictionary of Greek